- εὐαίνητος
- εὐ-αίνητος, wohl gepriesen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εὐαίνητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαίνετος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος χαράκτης νομισμάτων της αρχαιότητας (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Εργάστηκε στα νομισματοκοπεία των Συρακουσών, της Κατάνης και της Καμάρινας. Στις Συρακούσες δημιούργησε τρεις τύπους νομισμάτων με γυναικείες… … Dictionary of Greek